- πτολίαρχος
- πτολίαρχος, [dialect] Ep. for πολίαρχος, Call.Jov.73; also [suff] Πτολεμ-άρχης, ου, ὁ, Epigr.Gr.1036 ([place name] Nicomedia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτολίαρχος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) πολίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + αρχος*] … Dictionary of Greek